- υαλοειδής
- -ές / ὑαλοειδής, -ές, ΝΑαυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανήςνεοελλ.1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα»ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού κρυσταλλοειδούς φακού, τού ακτινωτού κύκλου και τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα, που αποτελείται από ένα δίκτυο κολλαγόνων ινών, περιέχει υαλουρονικό οξύ και αντιπροσωπεύει τα τέσσερα πέμπτα τού όγκου τού οφθαλμικού βολβούβ) «υαλοειδής χόνδρος»ανατ. μορφή χόνδρου τού οποίου η όψη θυμίζει γυαλί και από τον οποίο αποτελούνται στον ενήλικο οι πλευρικοί και αρθρικοί χόνδροι και οι χόνδροι τών αεροφόρων οδώνγ) «υαλοειδής εκφύλιση»ιατρ. μορφή κυτταρικής εκφύλισης στην οποία το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας και τα διάφορα οργανίδια τού κυττάρου δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, χάνοντας τις συνήθεις ιστοχημικές ιδιότητές τουςδ) «υαλοειδείς μεμβράνες»ιατρ. εναποθέσεις διαφανούς άνιστης ομοιογενούς ουσίας πάνω στο τοίχωμα τών πνευμονικών κυψελίδων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσφορίας τού νεογέννητουαρχ.φρ. α) «ὑαλοειδὴς λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το τοπάζι (θεόφρ.)β) «ὑαλοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» — ο κρυσταλλοειδής φακός τού οφθαλμού (Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.